- θρώσκω
- θρῴσκω και θρώσκω (Α)1. πηδώ2. (για βέλη) πετώ3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ5. (για νόσο) προσβάλλω6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω7. οχεύω8. (η μτχ. αρσ. ως επιθ.) ὁ θρῴσκωνο αρσενικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρῴσκω (< θρω-ίσκ-ω), που απαντά στον Όμηρο και στους τραγικούς ενώ είναι άγνωστο στην αττική διάλεκτο, ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *dhreә3- «πηδώ, αναπηδώ», Ο μελλ. θορούμαι του ρήματος προήλθε με μετάθεση από θ. *θερο- (< *dhreә3-), πράγμα που επέδρασε και στον σχηματισμό του β' αορ. έ-θορ-ον. Εξάλλου, τα παράγωγα του ρ. με θ. θορ- (πρβλ. θορός, θούρος) ανάγονται σε αρχική ρίζα *dhor-, παράλληλα προς την *dher-. Από άλλες ΙΕ γλώσσες παρατηρείται σχέση με μσν. ιρλ. dairim «αναπηδώ», απ' όπου der «νέα κοπέλα», ουαλ. -derig «θερμός, φλογερός».ΠΑΡ. αρχ. θορός, θούρος, θρωσμός(αρχ.- μσν.) θρώσις.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναθρῴσκω, αμφιθρῴσκω, αντιθρῴσκω, αποθρῴσκω, αποπροθρῴσκω, διαθρῴσκω, διεκθρῴσκω, εισθρῴσκω, εκθρῴσκω, εκπροθρῴσκω, ενθρῴσκω, επεισθρῴσκω, επενθρῴσκω, επιθρῴσκω, καταθρῴσκω, παραθρῴσκω, προαναθρῴσκω, προεκθρῴσκω, προθρῴσκω, προσεκθρῴσκω, συνεισθρῴσκω, συνθρῴσκω, υπεκπροθρῴσκω, υπερθρῴσκω, υποθρῴσκω].
Dictionary of Greek. 2013.